κιγκλοβατης

κιγκλοβατης
    κιγκλοβάτης
    κιγκλο-βάτης
    -ου ὅ вихляющийся на ходу, подпрыгивающий
    

(ῥυθμός Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κιγκλοβατης" в других словарях:

  • κιγκλοβάτης — κιγκλοβάτης, δωρ. τ. κιγκλωβάτας, ὁ (Α) αυτός που περπατά πεταχτά, όπως το πτηνό κίγκλος* («λορδοῡ κιγκλοβάταν ῥυθμόν», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κίγκλος + βάτης (< βαίνω), πρβλ. σχοινο βάτης, τεθριππο βάτης] …   Dictionary of Greek

  • κιγκλοβάταν — κιγκλοβάτᾱν , κιγκλοβάτης moving like the masc acc sg (epic doric aeolic) κιγκλοβάτης moving like the masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»